μαρμαρένιος

μαρμαρένιος
-ια, -ιο (Μ μαρμαρένιος -ια, -ιο και μαρμαρένος, -α, -ο) [μάρμαρο]
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμάρινος (α. «πάλεψαν σε μαρμαρένια αλώνια» β. «βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια γούρνα», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
μτφ.
1. άσπρος, κατάλευκος
2. σκληρός, ασυγκίνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαρμαρένιος, -ια, -ιο — ο μαρμάρινος, ο φτιαγμένος από μάρμαρο: Στο αίθριο υπήρχαν μαρμαρένιες κρήνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρμάρινος — η, ο (AM μαρμάρινος, η, ον) [μάρμαρος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμαρένιος («μαρμάρινον ἄγαλμα», Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροσυνθεμένος — μαρμαροσυνθεμένος, η, ον (Μ) μαρμαρένιος, κατασκευασμένος από μάρμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + συνθεμένος < συνθέτω)] …   Dictionary of Greek

  • μαρμάρινος — η, ο μαρμαρένιος, φτιαγμένος από μάρμαρο: Μαρμάρινες στήλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”